- θεηκολέω
- θεηκολ-έω,A to be a θεηκόλος, IG22.1364 (i A.D.), prob. in Inscr.Olymp.468 (iii A.D.);
παῖδας ἀοιδοπόλους Ζηνὶ -έοντας BCH50.529
(ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παῖδας ἀοιδοπόλους Ζηνὶ -έοντας BCH50.529
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.